- λινάριον
- λῐν-άριον, τό, Dim. of λίνον,A thread, Roussel Cultes Égyptiens p.213 (Delos, ii B. C.), Dsc.2.171, PMag.Par.1.1083.2 net, D.Chr.7.71, Eust.574.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λινάριον — λινάριον, τὸ (ΑM) βλ. λινάρι … Dictionary of Greek
λινάριον — thread neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιναρίοις — λινάριον thread neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιναρίου — λινάριον thread neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιναρίῳ — λινάριον thread neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λινάρια — λινάριον thread neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου … Dictionary of Greek